Εισαγωγή-Θεωρητικό υπόβαθρο

    Η σημερινή διάλεξη έχει την επικεφαλίδα νήσων τόποι, αλλά θα μπορούσε κάλλιστα να δανείζεται τον τίτλο του βιβλίο του J. Giraudoux, «Η Σουζάννα και ο Ειρηνικός», από τις αρχές της δεκαετίας του 1920.

  Το γιατί επέλεξα να μιλήσω γι’ αυτό το βιβλίο απευθυνόμενη στο τμήμα Αρχιτεκτόνων-Μηχανικών και ειδικότερα στα πλαίσια του μαθήματος «Σχεδιασμός τοπίου», καθώς και το πώς η θεματική αυτή συνδέεται με την καλλιτεχνική μου πρακτική και τις αναφορές μου, αποτελεί και το διακύβευμα της διάλεξης. Θα προχωρήσω όμως ευθύς αμέσως στην περιγραφή και ανάλυση αυτού του μικρού διηγήματος, σαν εισαγωγή στις έννοιες και τις πρακτικές που θα μας απασχολήσουν.

   Προτού επιχειρήσουμε μια μικρή περίληψη της εν λόγω ιστορίας, οφείλουμε να επισημάνουμε ορισμένα χαρακτηριστικά του έργου του Giraudoux και κατ’ αρχήν ότι τα άτομα είναι προικισμένα με τέτοια δεκτικότητα κι ευαισθησία απέναντι σε κάθε ιδιαίτερο εξωτερικό ερέθισμα, ώστε η προσωπικότητά τους τείνει να διαχέεται σε ένα πλήθος αποσπασματικών συναισθημάτων. Ο G. αφήνει έξω επίτηδες, οτιδήποτε μοιάζει ουσιώδες ̇ με αυτό τον τρόπο προκαλεί τη φαντασία του αναγνώστη να ανά-δημιουργήσει την εικόνα με περισσότερη ζωή και ένταση θα μπορούσε να έχει οποιαδήποτε αναλυτική περιγραφή.

  Το δίπολο ιδεαλισμός-ρεαλισμός, το ιδεώδες και η πραγματικότητα, το πρόβλημα της προσαρμογής της ωμής πραγματικότητας σε ένα σύστημα περίπλοκων ιδεών και αρχών, είναι η βάση της διαλεκτικής του G.

   Μετά από ένα ναυάγιο στις θάλασσες του Ειρηνικού, η Σουζάννα καταλήγει σε ένα έρημο νησί: στον αντίποδα του Ροβινσώνα, η ηρωίδα του G. δεν ενδιαφέρεται να επανασυστήσει  και να οργανώσει γύρω της τη ζωή όπως την ήξερε, αλλά καταδύεται στη μοναξιά της για να ενωθεί με τον κόσμο της φαντασίας. Κατασκευάζει έτσι μια πλασματική πραγματικότητα, φτιαγμένη από όνειρα. Όταν βαριέται από αυτή την τελειότητα, δεν διστάζει να αντιστρέψει τα ονόματα της χλωρίδας και της πανίδας, να εφεύρει νέες λέξεις-συσχετισμούς και τέλος να αποδώσει κύρια ονόματα από το παριζιάνικο παρελθόν της στο νέο γεωγραφικό, φυσικό τοπίο.

   Η Σουζάννα απευθύνει με αυτό τον τρόπο το ζήτημα της καταλογοποίησης ενός κόσμου που δεν υπάρχει, παρά μόνο επειδή έχει κατονομαστεί. Ο G. Κατορθώνει να απομονώσει την ανατροπή, αφήνοντας την τάξη του κόσμου ανέπαφη.  Μόνη της η Σουζάννα, μέσα στο συμβολικό της παράδεισο, υποκύπτει στον πειρασμό να νιώσει θεός, προστρέχοντας στο μοναδικό είδος φυγής που είναι ίσως πραγματικά εφικτό, την ανακάλυψη του εσωτερικού της κόσμου.

   Τριάντα και παραπάνω χρόνια μετά τη δημοσίευση του βιβλίου του G., ο Gilles Deleuze  σχολιάζει το κείμενο αυτό καθώς αναπτύσσει τη δική του συλλογιστική πάνω στο θέμα των έρημων νήσων, δύο λέξεις ταυτόσημες  κατά τον ίδιο, καθώς το νησί είναι από τη φύση του έρημο, είναι ένα αποσπασμένο και απομονωμένο τμήμα γης. Κατά το Deleuze, το να ονειρεύεται κανείς νησιά - είτε με φόβο, είτε με ελπίδα- είναι να ονειρεύεται τον αποχωρισμό της ύπαρξης, μια ύπαρξη μόνη και χαμένη ή να ονειρεύεται ότι ξαναρχίζει, ανά-συστήνει, ανά-δημιουργεί εξ αρχής. Με σημείο εκκίνησης τη γεωγραφική ταυτότητα του νησιού ως ρίζα εν μέσω της θαλάσσιας ερήμου και ταυτόχρονα περίκλειστη ολότητα, χτίζει το επιχείρημά του στοιχειοθετώντας την απομόνωση και τον αποχωρισμό ως αναγκαίες συνθήκες αναδημιουργίας.  { Σίγουρα, χωρισμός και δημιουργία δεν είναι έννοιες που αποκλείουν η μία την άλλη ̇ εντούτοις, κάποιος οφείλει να βρεθεί σε ένα είδος απομόνωσης ώστε να μπορέσει να δημιουργήσει ξανά, αναφέρει ο Deleuze.}

   Υπό το πρίσμα του D. δεν είναι πια το νησί που είναι έρημο, απομονωμένο από την ηπειρωτική γη, αλλά ο άνθρωπος που το κατοικεί. Και ο άνθρωπος που κατοικεί το σύμβολο της απομόνωσης και της ολότητας, δεν μπορεί παρά, στην απόλυτη μορφή του, να προσομοιάζει την κατάσταση του ναυαγού.  Αυτός ο απόλυτα απομονωμένος άνθρωπος, ο απόλυτος δημιουργός, ενσαρκώνει  πλέον μιαν Ιδέα της Ανθρωπότητας, είναι ένα πρότυπο, ένας μύθος ή ένας θεός.

  Για το D. επομένως,  η ουσία της έρημου νήσου είναι φανταστική και όχι πραγματική, μυθική και όχι γεωγραφική. Το νησί, ως «αυγό της θάλασσας», ταυτίζεται με τον τόπο της αναδημιουργίας, η οποία εισάγει εξαιρετικά την έννοια της επανάληψης, το νόμο των σειρών. Στο ιδεώδες της αναδημιουργίας υπάρχει κάτι που υπερβαίνει την ίδια τη δημιουργία, που την ωθεί σε μια εμβάθυνση και καθυστερεί το πέρασμα του χρόνου. Η έρημος νήσος είναι λοιπόν, το υλικό αυτού του αμνημόνευτου αντικειμένου, αυτής της ουσίας της πιο βαθειάς.

 

Παρουσίαση έργου-Συσχετισμοί

   Αναφερόμενοι στο ίδιο το φυσικό τοπίο, θα μπορούσαμε να συνοψίσουμε με βάση τον παραπάνω συλλογισμό, ότι θραύσματα στεριάς {νησίδες} ανασυνθέτουν ένα μυθικό, φανταστικό τοπίο, απομόνωσης, συλλογισμού και ανακατασκευής με όχημα τη χρονική (και χωρική) επιβράδυνση. Η έρημος δεν βρίσκεται αναγκαστικά εντός του νησιού ̇ αντίθετα, είναι σαν το περίκλειστο σχήμα του νησιού να έχει σπρώξει την έρημο έξω και γύρω του (το αυγό μέσα στη θάλασσα).

   Ορμώμενη από αυτές τις θεωρητικές αναζητήσεις, ξεκίνησα κατά τον πρώτο χρόνο του μεταπτυχιακού μου στο Λονδίνο να σκέφτομαι γύρω από την αναπαράσταση και την ανακατασκευή του πεδίου αναζήτησης μιας νέας ταυτότητας.  Οι σειρά ΟΡΙΖΟΝΤΕΣ ήταν το αποτέλεσμα της προσπάθειας να καταδείξω το σημείο θέασης του ναυαγού, του φανταστικού μου υποκειμένου, ενδεχομένως του θεατή και ταυτόχρονα να βρω τρόπους αναπαράστασης αυτού του ξετυλίγματος, του αναπτύγματος της ερήμου.

  Με ενδιέφερε το υποκείμενο να αντικρίζει τον ορίζοντα, όχι πλέον ως οριοθέτηση των μελλοντικών του προσδοκιών, αλλά ως διάρκεια, ως ενατένιση, ως αδιάκοπη επίστρωση θραυσμάτων του παρελθόντος του, της προσωπικής του κατασκευής και ιστορίας.

  Έτσι, με πολύ απλό αλλά επιμελή τρόπο, απέσπασα τμήματα της πραγματικότητας και στη συνέχεια τα ανασυνέθεσα μέσω του σχεδίου και του φωτογραφικού μοντάζ, ώστε να μοιάζουν με μια πραγματικότητα, η οποία όμως θα παραμένει για πάντα απλησίαστη {εφ’ όσον πλαστή}. Η πανοραμική φόρμα ήταν αυτή που θεώρησα ότι μου έδινε καλύτερα το ανάπτυγμα της ερήμου, την εκτενή, ανεμπόδιστη θέα, εντέλει τον ορίζοντα.

   Οι εικόνες προβλήθηκαν ως μέρος εγκατάστασης στην AREA10, τον εκθεσιακό χώρο της καλλιτεχνικής ομάδας με την οποία συνεργαζόμουν. Χρησιμοποιήθηκαν ευρυγώνιοι φακοί και μια ειδικά κατασκευασμένη, ημικυκλική οθόνη 6Χ2 μέτρων. Οι θεατές εισέρχονταν στο δωμάτιο που είχε μετατραπεί ολόκληρο σε ένα περιβάλλον, το οποίο με τη σειρά του παρέπεμπε σε ένα άλλο, κατασκευασμένο χώρο, αυτόν της προβαλλόμενης τοποθεσίας.

   Αργότερα και στα πλαίσια μιας άλλης έκθεσης, του athensvideoartfestival, επανήλθα στο έργο ΟΡΙΖΟΝΤΕΣ ̇ αυτή τη φορά στις μεγάλων διαστάσεων προβολές των πανοραμικών παρεμβάλλονταν λέξεις σε συγκεκριμένη σειρά και ρυθμό, οι οποίες αφορούσαν την ίδια την κατασκευή της εικόνας, αλλά και έννοιες που εμπεριέχονταν σ’ αυτή, όπως χρόνος, σημείο φυγής, γραμμή… Απέναντι, σε μια άλλη προβολή, συνέβαινε σχεδόν η αντιστροφή της ιδέας των πανοραμικών. Ένα πολύ μικρό απόσπασμα πραγματικότητας, η εικόνα μιας αχτίδας του ήλιου πάνω στη χλόη είχε μεγεθυνθεί σε βαθμό που να αποκτά μια νέα οντότητα, σε μια προσπάθεια ανάδειξης της αυτονομίας του θραύσματος, όταν αυτό απομονωθεί. Η λέξη HAY που εμφανίζεται κι εξαφανίζεται σχεδόν σαν το ανοιγοκλείσιμο του ματιού, πάλι αναφέρεται στην ίδια την εικόνα, με πιο παιχνιδιάρικη διάθεση, χαιρετώντας το θεατή.

   Το video CLOUDS δημιουργήθηκε το καλοκαίρι του 2004 ως μέρος μιας site-specific video εγκατάστασης ειδικά για το  βιομηχανικό περιβάλλον της AREA10.  Η εγκατάσταση περιλάμβανε μια κατασκευή για την υποδοχή του προβολέα που δανειζόταν στοιχεία φάρου.  Το έργο προβαλλόταν στο μοναδικό παράθυρο του κεντρικού ενιαίου χώρου και το οποίο λειτουργούσε ως διπλή προβολή {back projection} επεμβαίνοντας έτσι στο αστικό τοπίο και αντιπροτείνοντας μια άλλη ματιά στους κατοίκους της περιοχής. {η μία προβολή αφορούσε τους θεατές στα πλαίσια ενός εικαστικού δρώμενου, ενώ η άλλη «άνοιγε» προς τον κοινωνικό χώρο.}

   Η ιδέα ήταν η αποδόμηση και ανακατάταξη των φάσεων του ουρανού κατά τη διάρκεια μιας ημέρας, από το ξημέρωμα έως τη δύση του ήλιου.  Στο βίντεο, αποσπάσματα ουρανού με μορφή στατικών εικόνων ανασυνθέτονται και προβάλλονται σε ένα συνεχή κύκλο. Στόχος ήταν η αντιπαράθεση/αντιδιαστολή του «ρομαντικού», «ιδεώδους» {sublime}  χαρακτήρα των εικόνων με το βιομηχανικό και υποβαθμισμένο τοπίο της περιοχής, καλώντας το θεατή της έκθεση τέχνης, αλλά και τον τυχαίο περαστικό έξω από αυτή να επιβραδύνουν το χρόνο, αργοπορώντας μπροστά στο παράθυρο και σε ένα δεύτερο επίπεδο να στοχαστούν πάνω σε ζητήματα κοινωνικού και προσωπικού χώρου, εξωτερικού και εσωτερικού πεδίου.

   Τελευταία, σ’ αυτή την ίδια γραμμή σκέψης, με μία φωτογραφική σειρά που δανείζεται τον τίτλο της από την περιοχή επιλογής, Camber Beach, επανέρχομαι στην ιδέα του αποσπάσματος και της αυτονομίας του, έναντι του όλου. Εδώ, το θραύσμα δεν αποτελεί η λεπτομέρεια, αλλά η μικρογραφία μιας τυπικά αχανούς κι ερημικής έκτασης. Η αναπαράσταση του ορίζοντα και η απεραντοσύνη του ουρανού συστέλλονται για να χωρέσουν στα όρια μικρών φωτογραφικών θραυσμάτων μόλις 15 εκατοστών, προσπαθώντας να διατηρήσω τις ιδιότητές τους ανέπαφες, σχεδόν θα λέγαμε σαν στιγμές πύκνωσης ή συμπύκνωσης, χρονικές  και χωρικές.

   Προτού περάσω στην παρουσίαση του έργου ορισμένων καλλιτεχνών που επηρέασαν και διαμόρφωσαν μαζί με τα θεωρητικά κείμενα την καλλιτεχνική μου αναζήτηση αυτής της περιόδου, νομίζω ότι είναι χρήσιμο να δείξω γρήγορα τα στάδια μορφοποίησης του τελικού έργου. Η συλλογή των αποσπασμάτων που θα αποτελέσουν το σκελετό του νέου έργου δεν είναι τυχαία, αλλά ούτε και μοναδική, βρισκόμαστε αντιμέτωποι με ένα πλήθος από τα οποία πρέπει να επιλέξουμε και να συμπληρώσουμε τα στοιχεία του νέου τοπίου. Η σημασία της παρατήρησης αρχικά και των προσχεδίων κατά τη διαδικασία επιλογής είναι αναπόσπαστο κομμάτι του έργου καθώς συμβάλλουν  αναπαραστατικά στην αντίληψη του χώρου και της συνέχειας. {μας δίνουν μια ιδέα για το πώς θα διαμορφωθεί η εικόνα η οποία ακόμα είναι κατακερματισμένη.}

 

 Αναφορές σε καλλιτέχνες

 ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΕΡΓΩΝ ΣΕ SLIDE-SHOW

 

 

 Επίλογος

   Κλείνοντας αυτήν την παρουσίαση, θα έλεγα ότι προσπάθησα συνοπτικά να περιγράψω μια διαδικασία διερεύνησης αναπαραστάσεων του χώρου και της χρονικότητας, με όχημα κάποια θεωρητικά σχήματα που αφορούν το φυσικό και το κατασκευασμένο τοπίο, το θραύσμα και το όλο, την αντίληψη και τη διάρκεια. Επίσης, τη σημασία των συσχετισμών του κοινωνικού και του γεωγραφικού χώρου στη μορφοποίηση του έργου τέχνης. Τα έργα διαμορφώνονται από- και ανταποκρίνονται σε- καθορισμένα κοινωνικά και χωρικά πλαίσια, στοχεύοντας μέσω της δομής τους στην όξυνση της υποκειμενικής εμπειρίας και τη διέγερση της αντιληπτικής, μνημονικής και αναδημιουργικής ικανότητας.

  Ο Deleuze διακρίνει δύο ειδών χωρικά πεδία, τον «οργωμένο», χαραγμένο {striated space} και το λείο, ομοιόμορφο χώρο {smooth space}. Η νόηση, τείνει να αντιμετωπίζει τον κόσμο σαν να ήταν από τη βάση του στατικός, αμετακίνητος και ανταποκρίνεται στο {διαγραμμισμένο} χαραγμένο πεδίο ̇ η διαίσθηση {διαισθητική ενέργεια} {intuition in action} από την άλλη, ακολουθεί τη ροή των πραγμάτων, εκφράζει μια μεταβαλλόμενη και ρευστή πραγματικότητα που αντιστοιχεί στις ερήμους των λείων πεδίων και δεν υπόκειται σε προκαθορισμένες χαράξεις. Το λείο διάστημα δεν έχει όρια, διαγράφονται όμως επάνω του τα ίχνη της τροχιάς. Το να σχεδιάζει κανείς το χάρτη ενός μη-οριοθετημένου χώρου, να αποσπά τμήματά του χώρου αυτού και να τα τοποθετεί σε μια νέα δισδιάστατη επιφάνεια, είναι σαν να απομονώνει αυτό που ονομάσαμε  θραύσμα χώρου (ακριβώς όπως η στιγμή, μπορεί να εννοηθεί ως θραύσμα χρόνου). Αυτό το απόσπασμα, το θραύσμα, ανακτά την αυτονομία του και σηματοδοτεί την αναδημιουργική διαδικασία.

 

Χριστίνα Σγουρομύτη

Υποψήφια διδάκτωρ Τμήματος Θεωρίας

και Ιστορίας της Τέχνης

Υπότροφος του Προγράμματος "Ηράκλειτος ΙΙ - ΑΣΚΤ" (ΕΣΠΑ)